ΠΑΤΗΣΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Τα πιο κοινά επίθετα στα Αγγλικά
big (μπιγκ) | μεγάλος / μεγάλη / μεγάλο |
small (σμαλ) / little (λιτλ) | μικρός / μικρή / μικρό |
fast (φαστ) | γρήγορος / γρήγορη / γρήγορο |
slow (σλόου) | αργός / αργή / αργό |
good (γκουντ) | καλός / καλή / καλό |
bad (μπαντ) | κακός / κακιά / κακό |
expensive (εξπένσιβ) | ακριβός / ακριβή / ακριβό |
cheap (τσιπ) | φθηνός / φθηνή / φθηνό |
thick (θικ) | παχύς / παχιά / παχύ |
thin (θιν) | αδύνατος / αδύνατη / αδύνατο |
narrow (νάροου) | στενός / στενή / στενό |
wide (γουάιντ) | ευρύς / ευρέα / ευρέο |
loud (λάουντ) | θορυβώδης / θορυβώδης / θορυβώδες |
quiet (κουάιετ) | ήσυχος / ήσυχη / ήσυχο |
intelligent (ιντέλιτζεντ) | έξυπνος / έξυπνη / έξυπνο |
stupid (στιούπιντ) | χαζός / χαζή / χαζό |
wet (γουέτ) | υγρός / υγρή / υγρό |
dry (ντράι) | στεγνός / στεγνή / στεγνό |
heavy (χέιβι) | βαρύς / βαριά / βαρύ |
light (λάιτ) | ελαφρύς / ελαφριά / ελαφρύ |
hard (χαρντ) | σκληρός / σκληρή / σκληρό |
soft (σοφτ) | μαλακός / μαλακιά / μαλακό |
shallow (σάλοου) | ρηχός / ρηχή / ρηχό |
deep (ντιπ) | βαθύς / βαθιά / βαθύ |
easy (ίζι) | εύκολος / εύκολη / εύκολο |
difficult (ντίφικαλτ) | δύσκολος / δύσκολη / δύσκολο |
weak (γουίκ) | αδύναμος / αδύναμη / αδύναμο |
strong (στρονγκ) | δυνατός / δυνατή / δυνατό |
rich (ριτς) | πλούσιος / πλούσια / πλούσια |
poor (πουρ) | φτωχός / φτωχιά / φτωχό |
young (γιάνγκ) | νέος / νέα / νέο |
old (ολντ) | παλιός / παλιά / παλίο |
long (λονγκ) | μακρύς / μακριά / μακρύ |
short (σορτ) | κοντός / κοντή / κοντό |
high (χάι) | ψηλός / ψηλή / ψηλό |
low (λόου) | χαμηλός / χαμηλή / χαμηλό |
generous (τζένερους) | γενναιόδωρος / γενναιόδωρη / γενναιόδωρο |
mean (μιν) | κακός / κακιά / κακό |
true (τρου) | αληθινός / αληθινή / αληθινό |
false (φαλς) | ψεύτικος / ψεύτικη / ψεύτικο |
beautiful (μπιούτιφουλ) | όμορφος / όμορφη / όμορφο |
ugly (άγκλι) | άσχημος / άσχημη / άσχημο |
new (νιού) | καινούργιος / καινούργια / καινούργιο |
old (ολντ) | παλιός / παλιά / παλιό |
happy (χάπι) | χαρούμενος / χαρούμενη / χαρούμενο |
sad (σαντ) | λυπημένος / λυπημένη / λυπημένο |
safe (σέιφ) | ασφαλής / ασφαλής / ασφαλές |
dangerous (ντέιντζερους) | επικίνδυνος / επικίνδυνη / επικίνδυνο |
early (ίρλι) | νωρίς |
late (λέιτ) | αργά |
light (λάιτ) | φως |
dark (νταρκ) | σκοτάδι |
open (όπεν) | ανοιχτά |
closed (κλόουσντ)/ shut (σατ) | κλειστά |
tight (τάιτ) | σφιχτά |
loose (λούζ) | χαλαρά |
full (φουλ) | γεμάτο |
empty (έμπτι) | άδειο |
many (μένι) | πολλοί |
few (φιού) | λίγοι |
alive (αλάιβ) | ζωντανός / ζωντανή / ζωντανό |
dead (ντεντ) | νεκρός / νεκρή / νεκρό |
hot (χοτ) | ζεστός / ζεστή / ζεστό |
cold (κολντ) | κρύος / κρύα / κρύο |
interesting (ίντρεστινγκ) | ενδιαφέρον / ενδιαφέρουσα / ενδιαφέρον |
boring (μπόρινγκ) | βαρετός / βαρετή / βαρετό |
lucky (λάκι) | τυχερός / τυχερή / τυχερό |
unlucky (άνλάκι) | άτυχος / άτυχη / άτυχο |
important (ιμπόρταντ) | σημαντικός / σημαντική / σημαντικό |
unimportant (άνιμπόρταντ) | ασήμαντος / ασήμαντη / ασήμαντο |
right (ράιτ) | σωστό |
wrong (ρονγκ) | λάθος |
far (φαρ) | μακρυά |
near (νίαρ) | κοντά |
clean (κλιν) | καθαρός / καθαρή / καθαρό |
dirty (ντέρτι) | βρώμικος / βρώμικη / βρώμικο |
nice (νάις) | ωραίος / ωραία / ωραίο |
nasty (νέιστι) | απαίσιος / απαίσια / απαίσιο |
pleasant (πλίζαντ) | ευχάριστος / ευχάριστη / ευχάριστο |
unpleasant (ανπλίζαντ) | δυσάρεστος / δυσάρεστη / δυσάρεστο |
excellent (έξελεντ) | εξαιρετικός / εξαιρετική / εξαιρετικό |
terrible (τέριμπλ) | απαίσιος / απαίσια / απαίσιο |
Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2013/09/blog-post_8795.html#ixzz5HeKthYNv
Wow what a great blog, i really enjoyed reading this, good luck in your work. SIOP Feature 14 Use scaffolding consistently throughout the lesson
ReplyDelete